- σταγονομετρικός
- -ή, -ό, Ν [σταγονόμετρο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση τών σταγόνων («σταγονομετρικός σωλήνας»).επίρρ...σταγονομετρικώς και σταγονομετρικά Νμε το σταγονόμετρο, κατά σταγόνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταγονομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μέτρηση των σταγόνων: Σταγονομετρικός σωλήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)